- με ισάριθμες ....
- cо иcто толку..
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ζακύνθου — Το Μουσείο Ζακύνθου (πλατεία Σολωμού) θεωρείται από πολλούς ιστορικούς της τέχνης ένα από τα σημαντικότερα της Ελλάδας, για ένα βασικό κυρίως λόγο: Μέσα από τα περίπου 600 εκθέματά του μπορεί κανείς να παρακολουθήσει πιο καθαρά απ’ ό,τι σε… … Dictionary of Greek
Αχελώος — I Θεός των ποταμών, γιος του Ωκεανού και της Τηθύος ή Γαίας, που το όνομά του πήρε ο ποταμός της Αιτωλοακαρνανίας. Λατρευόταν σε πολλά μέρη της Ελλάδας και ιδιαίτερα στην Ακαρνανία, όπου τελούνταν αγώνες στον Ωρωπό, στα Μέγαρα, όπου είχαν στηθεί… … Dictionary of Greek
αμίνες — Χημικές ενώσεις, παράγωγα της αμμωνίας, με αντικατάσταση ενός, δύο ή τριών ατόμων του υδρογόνου με ισάριθμες αλκυλικές ή αρωματικές ρίζες: διακρίνονται συνεπώς σε πρωτοταγείς, δευτεροταγείς και τριτοταγείς. Καθορίζονται επίσης ως αλειφατικές… … Dictionary of Greek
ανισοσύλλαβος — η, ο 1. (για στίχ. ή λ.) αυτός που δεν έχει ισάριθμες συλλαβές με άλλον 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ανισοσύλλαβα γλωσσ. ονόματα που δεν έχουν ίσο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις … Dictionary of Greek
δεκανός — δεκανός, ο (AM) μσν. 1. κατώτερος υπάλληλος τής βυζαντινής αυλής με δεκανίκι ως σύμβολο τού λειτουργήματός του 2. εκκλησιαστικό διακόνημα αρχ. 1. υπαξιωματικός επικεφαλής δέκα στρατιωτών 2. αξιωματούχος τής αστυνομίας στην Αίγυπτο 3. δεκανοί, οι… … Dictionary of Greek
δευτεροταγής — Αυτός που είναι τοποθετημένος στη δεύτερη θέση. (Χημ.) Δ. άτομο άνθρακα είναι το άτομο του άνθρακα που είναι ενωμένο απευθείας με άλλα δύο άτομα του άνθρακα. Δ. αλκοόλη ονομάζεται εξάλλου η οργανική ένωση που περιέχει στο μόριό της τη δισθενή… … Dictionary of Greek
εννήρης — ἐννήρης, ες (Α) (ενν. ναυς) πολεμικό πλοίο τού αρχαίου ναυτικού που κινούνταν με εννέα σειρές κουπιών στις οποίες αντιστοιχούσαν ισάριθμες σειρές από έδρανα για τους κωπηλάτες η ύπαρξή του αμφισβητείται από τους σύγχρονους ιστορικούς και… … Dictionary of Greek
επίσκυρος — Αρχαίο ελληνικό παιχνίδι, κυρίως των Σπαρτιατών. Οι κανόνες του αναφέρονται από τον λεξικογράφο Πολυδεύκη. Δύο ισάριθμες ομάδες χάραζαν στη μέση ενός γηπέδου μία γραμμή, που την ονόμαζαν σκύρο, και σε κατάλληλη απόσταση από αυτή, στο ένα και στο… … Dictionary of Greek
ισοσύλλαβος — η, ο (ΑΜ ἰσοσύλλαβος, ον) (για λέξεις ή στίχους) αυτός που έχει ισάριθμες συλλαβές με κάποιον άλλο νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ισοσύλλαβα τα ονόματα που έχουν τον ίδιο αριθμό συλλαβών σε όλες τις πτώσεις. επίρρ... ισοσυλλάβως και… … Dictionary of Greek
ισόχορδος — η, ο (Α ἰσόχορδος, ον) αυτός που έχει ισάριθμες ή ισομήκεις χορδές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + χορδος (< χορδή), πρβλ. βαρύ χορδος, ολιγό χορδος] … Dictionary of Greek